- κοκκαλιάζω
- αμετ. костенеть; цепенеть; неметь (от холода)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοκαλιάζω — και κοκκαλιάζω [κόκαλο] 1. γίνομαι σκληρός σαν κόκαλο, αποσκληρύνομαι 2. (για πρόσ.) γίνομαι άκαμπτος σαν κόκαλο, παθαίνω ακαμψία (α. «κοκάλιασα απ το κρύο» β. «το γατάκι είναι σκοτωμένο από χτες το βράδι και έχει κοκαλιάσει») … Dictionary of Greek